- μυρικινεος
- μυρικίνεοςμῠρῑκίνεος3
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μυρικίνεος — μυρικίνεος, ον (Α) (ποιητ. τ.) ο μυρίκινος·. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρίκη «είδος θάμνου» + κατάλ. ίνεος (πρβλ. κεδρ ίνεος)] … Dictionary of Greek
μυρικίνεον — μυρῑκίνεον , μυρικίνεος tamarisk masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)